λιπόπατρις

λιπόπατρις
λιπόπατρις, -ιδος, ό, ή (Α)
1. αυτός που εγκαταλείπει ή εγκατέλειψε την πατρίδα του
2. (για τον λωτό) αυτός που προκαλεί σε κάποιον λήθη τής πατρίδας του («λωτοφάγων γλυκερήν λιπόπατριν ἐδωδήν, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + πατρίς, -ίδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιπόπατρις — leaving one s country fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποπάτριδα — λιπόπατρις leaving one s country fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποπάτριδι — λιπόπατρις leaving one s country fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποπάτριδος — λιπόπατρις leaving one s country fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπόπατρι — λιπόπατρις leaving one s country fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπόπατριν — λιπόπατρις leaving one s country fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”