- λιπόπατρις
- λιπόπατρις, -ιδος, ό, ή (Α)1. αυτός που εγκαταλείπει ή εγκατέλειψε την πατρίδα του2. (για τον λωτό) αυτός που προκαλεί σε κάποιον λήθη τής πατρίδας του («λωτοφάγων γλυκερήν λιπόπατριν ἐδωδήν, Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + πατρίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.